- ἀναγνωριζόμενος
- ἀναγνωρίζωrecognizepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άπολις — (Α ἄπολις, ιδος κ. εως κ. ιων. ιος, ι) 1. αυτός που δεν έχει δική του πόλη, ο άπατρις 2. αυτός που έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα νεοελλ. ο στερημένος από κάθε ιθαγένεια, μη αναγνωριζόμενος από καμιά πολιτεία ως υπήκοος της αρχ. 1. ο μη γνήσιος … Dictionary of Greek
δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… … Dictionary of Greek